diplomé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | diplomé | diplomés |
θηλυκό | diplomée | diplomées |
Επίθετο
επεξεργασία
diplomé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | diplomé | diplomés |
θηλυκό | diplomée | diplomées |
diplomé (fr)