πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διπλωματούχος η διπλωματούχος
& διπλωματούχα
το διπλωματούχο
      γενική του διπλωματούχου της διπλωματούχου
& διπλωματούχας
του διπλωματούχου
    αιτιατική τον διπλωματούχο τη διπλωματούχο
& διπλωματούχα
το διπλωματούχο
     κλητική διπλωματούχε διπλωματούχε
& διπλωματούχα
διπλωματούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διπλωματούχοι οι διπλωματούχοι
& διπλωματούχες
τα διπλωματούχα
      γενική των διπλωματούχων των διπλωματούχων των διπλωματούχων
    αιτιατική τους διπλωματούχους τις διπλωματούχους
& διπλωματούχες
τα διπλωματούχα
     κλητική διπλωματούχοι διπλωματούχοι
& διπλωματούχες
διπλωματούχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
διπλωματούχος < διπλώματ(ος) + -ούχος

διπλωματούχος, -ος/-α, -ο

Μεταφράσεις

επεξεργασία