Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διπλωματούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διπλωματούχ
ος
η
διπλωματούχ
ος
&
διπλωματούχ
α
το
διπλωματούχ
ο
γενική
του
διπλωματούχ
ου
της
διπλωματούχ
ου
&
διπλωματούχ
ας
του
διπλωματούχ
ου
αιτιατική
τον
διπλωματούχ
ο
τη
διπλωματούχ
ο
&
διπλωματούχ
α
το
διπλωματούχ
ο
κλητική
διπλωματούχ
ε
διπλωματούχ
ε
&
διπλωματούχ
α
διπλωματούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διπλωματούχ
οι
οι
διπλωματούχ
οι
&
διπλωματούχ
ες
τα
διπλωματούχ
α
γενική
των
διπλωματούχ
ων
των
διπλωματούχ
ων
των
διπλωματούχ
ων
αιτιατική
τους
διπλωματούχ
ους
τις
διπλωματούχ
ους
&
διπλωματούχ
ες
τα
διπλωματούχ
α
κλητική
διπλωματούχ
οι
διπλωματούχ
οι
&
διπλωματούχ
ες
διπλωματούχ
α
ομάδα '-ος -ος -ο & -α'
,
Κατηγορία
όπως «
ζημιογόνος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διπλωματούχος
<
διπλώματ(ος)
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
διπλωματούχος
, -ος/-α, -ο
κάτοχος
ενός
διπλώματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διπλωματούχος
γαλλικά
:
diplomé
(fr)