αποφοιτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.fiˈto/
Ρήμα
επεξεργασίααποφοιτώ
- ολοκληρώνω τη φοίτηση και αποχωρώ με το σχετικό πιστοποιητικό από κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα (σχολείο, πανεπιστήμιο κ.λπ.)
Συγγενικά
επεξεργασία- αποφοιτήριο
- αποφοιτήσας
- αποφοίτηση
- απόφοιτος
- αποφοιτών
- → δείτε τις λέξεις από και φοιτώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποφοιτάω - αποφοιτώ | αποφοιτούσα | θα αποφοιτάω - αποφοιτώ | να αποφοιτάω - αποφοιτώ | αποφοιτώντας | |
β' ενικ. | αποφοιτάς | αποφοιτούσες | θα αποφοιτάς | να αποφοιτάς | αποφοίτα - αποφοίταγε | |
γ' ενικ. | αποφοιτάει - αποφοιτά | αποφοιτούσε | θα αποφοιτάει - αποφοιτά | να αποφοιτάει - αποφοιτά | ||
α' πληθ. | αποφοιτάμε - αποφοιτούμε | αποφοιτούσαμε | θα αποφοιτάμε - αποφοιτούμε | να αποφοιτάμε - αποφοιτούμε | ||
β' πληθ. | αποφοιτάτε | αποφοιτούσατε | θα αποφοιτάτε | να αποφοιτάτε | αποφοιτάτε | |
γ' πληθ. | αποφοιτάν(ε) - αποφοιτούν(ε) | αποφοιτούσαν(ε) | θα αποφοιτάν(ε) - αποφοιτούν(ε) | να αποφοιτάν(ε) - αποφοιτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποφοίτησα | θα αποφοιτήσω | να αποφοιτήσω | αποφοιτήσει | ||
β' ενικ. | αποφοίτησες | θα αποφοιτήσεις | να αποφοιτήσεις | αποφοίτα - αποφοίτησε | ||
γ' ενικ. | αποφοίτησε | θα αποφοιτήσει | να αποφοιτήσει | |||
α' πληθ. | αποφοιτήσαμε | θα αποφοιτήσουμε | να αποφοιτήσουμε | |||
β' πληθ. | αποφοιτήσατε | θα αποφοιτήσετε | να αποφοιτήσετε | αποφοιτήστε | ||
γ' πληθ. | αποφοίτησαν αποφοιτήσαν(ε) |
θα αποφοιτήσουν(ε) | να αποφοιτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποφοιτήσει | είχα αποφοιτήσει | θα έχω αποφοιτήσει | να έχω αποφοιτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποφοιτήσει | είχες αποφοιτήσει | θα έχεις αποφοιτήσει | να έχεις αποφοιτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποφοιτήσει | είχε αποφοιτήσει | θα έχει αποφοιτήσει | να έχει αποφοιτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποφοιτήσει | είχαμε αποφοιτήσει | θα έχουμε αποφοιτήσει | να έχουμε αποφοιτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποφοιτήσει | είχατε αποφοιτήσει | θα έχετε αποφοιτήσει | να έχετε αποφοιτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποφοιτήσει | είχαν αποφοιτήσει | θα έχουν αποφοιτήσει | να έχουν αποφοιτήσει |
|