πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχολείο τα σχολεία
      γενική του σχολείου των σχολείων
    αιτιατική το σχολείο τα σχολεία
     κλητική σχολείο σχολεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχολείο ουδέτερο

  1. (εκπαίδευση) εκπαιδευτικός θεσμός με σκοπό την παροχή μόρφωσης στα παιδιά μέσω της συστηματικής διδασκαλίας συγκεκριμένων μαθημάτων
  2. μία συγκεκριμένη σχολική μονάδα της πρωτοβάθμιας ή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που στεγάζεται σε δικό της κτήριο (ή συστεγάζεται με άλλες) και έχει δική της διεύθυνση και διδακτικό προσωπικό
  3. το κτήριο που στεγάζει μια σχολική μονάδα
  4. ο χρόνος κατά τον οποίο κάποιος, μαθητής ή εκπαιδευτικός, διδάσκει ή παρακολουθεί μαθήματα
  5. (μεταφορικά) οτιδήποτε προσφέρει πολύτιμες εμπειρίες και διδάγματα
      το μεγάλύτερο σχολείο είναι η ίδια η ζωή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία