σχολείο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σχολείο | τα | σχολεία |
γενική | του | σχολείου | των | σχολείων |
αιτιατική | το | σχολείο | τα | σχολεία |
κλητική | σχολείο | σχολεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σχολείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σχολεῖον < αρχαία ελληνική σχολή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seǵhe- / *sǵhē- (συγγενές με το αρχαία ελληνική ἔχω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /sxoˈli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχο‐λεί‐ο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σχολείο ουδέτερο
- (εκπαίδευση) εκπαιδευτικός θεσμός με σκοπό την παροχή μόρφωσης στα παιδιά μέσω της συστηματικής διδασκαλίας συγκεκριμένων μαθημάτων
- μία συγκεκριμένη σχολική μονάδα της πρωτοβάθμιας ή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που στεγάζεται σε δικό της κτήριο (ή συστεγάζεται με άλλες) και έχει δική της διεύθυνση και διδακτικό προσωπικό
- το κτίριο που στεγάζει μια σχολική μονάδα
- ο χρόνος κατά τον οποίο κάποιος, μαθητής ή εκπαιδευτικός, διδάσκει ή παρακολουθεί μαθήματα
- (μεταφορικά) οτιδήποτε προσφέρει πολύτιμες εμπειρίες και διδάγματα
- ↪ το μεγάλύτερο σχολείο είναι η ίδια η ζωή
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ξεσχολίζω
- σχολαρχείο
- σχολάρχης
- σχολάριος
- σχολειάκι (υποκοριστικό)
- σχολειαρόπουλο
- σχολειαρούδι
- σχολειαταρούδι
- σχολή
- σχολιάτικος
- σχολίατρος
- σχολικό (ουσιαστικό)
- σχολικός & σύνθετα
- σχολιόπαιδο
- σχολιταρούδι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σχολείο
|