Δείτε επίσης: παιδία

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Προφορά 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παιδιά θηλυκό

  1. ομαδικό παιχνίδι ή αθλοπαιδιά
  2. χαριτωμένος αστεϊσμός
      αυτό ειπώθηκε χάριν παιδιάς

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
παιδιά: κλιτικός τύπος

Προφορά 2

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

παιδιά ουδέτερο



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παιδιᾱ́ αἱ παιδιαί
      γενική τῆς παιδιᾶς τῶν παιδιῶν
      δοτική τῇ παιδι ταῖς παιδιαῖς
    αιτιατική τὴν παιδιᾱ́ν τὰς παιδιᾱ́ς
     κλητική ! παιδιᾱ́ παιδιαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παιδιᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  παιδιαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
παιδιά, ήδη στον Αισχύλο (6ος, 5ος αιώνας) < (παίζω, *παίδ-jω) παιδ- + -ιά[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παιδιά θηλυκό

  1. το παιδικό παιχνίδι, και ιδιαίτερα το ομαδικό
  2. η διασκέδαση των παιδιών
  3. ευφυολόγημα, αστεϊσμός

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις παῖς και παίζω

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.