↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γυμνοπαιδία οι γυμνοπαιδίες
      γενική της γυμνοπαιδίας των γυμνοπαιδιών
    αιτιατική τη γυμνοπαιδία τις γυμνοπαιδίες
     κλητική γυμνοπαιδία γυμνοπαιδίες
Για τους αγώνες στη Σπάρτη, στον πληθυντικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γυμνοπαιδία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γυμνοπαιδίαι (πληθυντικός) < γυμνο- στη σημασία: ... + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   (< παῖς)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γυμνοπαιδία σπανιότερα στον ενικό, συνήθως στον πληθυντικό: γυμνοπαιδίες

  1. ιστορία, στην αρχαία Σπάρτη: στον πληθυντικό) ετήσια γιορτή στην οποία τα αγόρια συμμετείχαν σε εκδήλωση παρόμοια με των γυμναστικών επιδείξεων και η οποία τελούνταν προς τιμή των Σπαρτιατών πεσόντων στη μάχη της Θυρέας εναντίον των Αργείων -μάχη που εξασφάλισε όλη την Κυνουρία για τη Σπάρτη
    ※  Το πιθανότερο λοιπόν να γνώριζε τις γυμνοπαιδίες, όπως αποκαλούνταν οι ετήσιοι εορτασμοί στην αρχαία Σπάρτη προς τιμήν του θεού Απόλλωνος, κατά τους οποίους γυμνοί παίδες εχόρευαν και τελούσαν γυμναστικές ασκήσεις, αφιερωμένες στη μνήμη των πεσόντων στη μάχη της Θυρέας. (* εφημερίδα Το Βήμα)
  2. (τίτλος ποιητικού έργου) Γυμνοπαιδία Γιώργος Σεφέρης, Γυμνοπαιδία, ΥΓ., Γενάρης 1945. [ποίημα από τις «Μέρες του 1945-1951» @greel-language.gr
  3. (τίτλος μουσικού έργου) μετάφραση του γαλλικού τίτλου πιανιστικού έργου του Ερίκ Σατί (Eric Satie), Γυμνοπαιδίες
    ⮡  Στο ρεσιτάλ πιάνου, ακούσαμε την 1η Γυμνοπαιδία του Σατί, και τα Πρελούδια του Ντεμπισί.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γυμνοπαιδί αἱ γυμνοπαιδίαι
      γενική τῆς γυμνοπαιδίᾱς τῶν γυμνοπαιδιῶν
      δοτική τῇ γυμνοπαιδί ταῖς γυμνοπαιδίαις
    αιτιατική τὴν γυμνοπαιδίᾱν τὰς γυμνοπαιδίᾱς
     κλητική ! γυμνοπαιδί γυμνοπαιδίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γυμνοπαιδί
γεν-δοτ τοῖν  γυμνοπαιδίαιν
Ενικός, μόνο στον Πλούταρχο.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γυμνοπαιδία, -ας κανονικά, στον πληθυντικό: γυμνοπαιδίαι

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις γυμνοπαιδίαι, γυμνικός, γυμνός, παιδιά και παῖς