γυμναστικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γυμναστικός < αρχαία ελληνική γυμναστικός ο έμπειρος προπονητής και γυμναστής των άλλων < γυμνάζω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γυμναστικός, -ή, -ό
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γυμναστικός
|