γυμναστική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γυμναστική < αρχαία ελληνική γυμναστική (τέχνη: η τέχνη της γύμνασης) < γυμναστικός < γυμνάζω < γυμνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nogʷmós < *nogʷós (γυμνός)
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γυμναστική θηλυκό
- σύνολο ασκήσεων (ενόργανη ή ανόργανη γυμναστική), που αποσκοπούν στη γύμναση, την ευεξία και τη σωματική αρμονία και ανάπτυξη
- (κατ’ επέκταση) το σχετικό μάθημα (σε σχολείο)
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γυμναστική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
γυμναστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γυμναστικός