gym
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gym | gyms |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαgym (en)
- (αθλητισμός) το γυμναστήριο
- (μη μετρήσιμο) η γυμναστική, σχετικό με την άσκηση
- ↪ gym machines/shoes - όργανα/παπούτσια γυμναστικής
- (μη μετρήσιμο) η γυμναστική, το μάθημα της γυμναστικής στα σχολεία
- ↪ We have gym (class) three times a week.
- Έχουμε γυμναστική τρεις φορές την εβδομάδα.
- ↪ We have gym (class) three times a week.