ενικός         πληθυντικός  
gym gyms

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gym (en)

  1. (αθλητισμός) το γυμναστήριο
    The personal trainer works out at the gym.
    Ο γυμναστής γυμνάζεται στο γυμναστήριο.
     συνώνυμα: gymnasium
  2. (μη μετρήσιμο) η γυμναστική, σχετικό με την άσκηση
    gym machines/shoes - όργανα/παπούτσια γυμναστικής
  3. (μη μετρήσιμο) η γυμναστική, το μάθημα της γυμναστικής στα σχολεία
    We have gym (class) three times a week.
    Έχουμε γυμναστική τρεις φορές την εβδομάδα.