Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γυμναστήριο τα γυμναστήρια
      γενική του γυμναστηρίου
γυμναστήριου
των γυμναστηρίων
    αιτιατική το γυμναστήριο τα γυμναστήρια
     κλητική γυμναστήριο γυμναστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αίθουσα οργάνων σε γυμναστήριο

  Ετυμολογία Επεξεργασία

γυμναστήριο < ελληνιστική κοινή γυμναστήριον < αρχαία ελληνική γυμνάσιον < γυμνάζω < γυμνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nogʷmós < *nogʷós (γυμνός)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝi.mnaˈsti.ɾi.o/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

γυμναστήριο ουδέτερο

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία