ενικός         πληθυντικός  
gymnase gymnases

Ουσιαστικό

επεξεργασία

gymnase (fr) αρσενικό

  1. το γυμναστήριο
  2. (ιδιωματικό) (Ελβετία) το λύκειο (δευτεροβάθμια σχολή)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία