↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ γυμναστήριον τὰ γυμναστήρι
      γενική τοῦ γυμναστηρίου τῶν γυμναστηρίων
      δοτική τῷ γυμναστηρί τοῖς γυμναστηρίοις
    αιτιατική τὸ γυμναστήριον τὰ γυμναστήρι
     κλητική ! γυμναστήριον γυμναστήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γυμναστηρίω
γεν-δοτ τοῖν  γυμναστηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γυμναστήριον < αρχαία ελληνική γυμνάσιον < γυμνάζω < γυμνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nogʷmós < *nogʷós (γυμνός) λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γυμναστήριον ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία