Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ γυμνάσιον τὰ γυμνάσι
      γενική τοῦ γυμνασίου τῶν γυμνασίων
      δοτική τῷ γυμνασί τοῖς γυμνασίοις
    αιτιατική τὸ γυμνάσιον τὰ γυμνάσι
     κλητική ! γυμνάσιον γυμνάσι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γυμνασίω
γεν-δοτ τοῖν  γυμνασίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυμνάσιον ήδη τον 6ο αιώνα στον Ανακρέοντα < γυμνάζω, γυμνασ- + -ιον < → δείτε τη λέξη γυμνός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυμνάσιον ουδέτερο

  1. ο χώρος άσκησης, άθλησης
  2. το σχολείο, ο χώρος εκμάθησης της γυμναστικής
  3. η παλαίστρα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία