γυμνάσιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | γυμνάσιον | τὰ | γυμνάσιᾰ |
γενική | τοῦ | γυμνασίου | τῶν | γυμνασίων |
δοτική | τῷ | γυμνασίῳ | τοῖς | γυμνασίοις |
αιτιατική | τὸ | γυμνάσιον | τὰ | γυμνάσιᾰ |
κλητική ὦ! | γυμνάσιον | γυμνάσιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γυμνασίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γυμνασίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγυμνάσιον ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- και στην καθαρεύουσα γυμνάσιον: το γυμνάσιο
Πηγές
επεξεργασία- γυμνάσιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γυμνάσιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.