↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γυμνάσιο τα γυμνάσια
      γενική του γυμνασίου
γυμνάσιου
των γυμνασίων
    αιτιατική το γυμνάσιο τα γυμνάσια
     κλητική γυμνάσιο γυμνάσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γυμνάσιο < (λόγιο δάνειο) γερμανική Gymnasium < λατινική gymnasium < αρχαία ελληνική γυμνάσιον[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝiˈmna.si.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυ‐μνά‐σι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γυμνάσιο ουδέτερο

  1. (ιστορία) κτίριο για την άσκηση των γυμνών αθλητών
    ⮡  επισκεφτήκαμε την αρχαία Ολυμπία και είδαμε το γυμνάσιο, την παλαίστρα και το στάδιο
  2. (εκπαίδευση) η κατώτερη βαθμίδα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την Κύπρο
    ⮡  οι μαθητές που τελειώνουν το Γυμνάσιο μπορούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Γενικό ή στο Επαγγελματικό Λύκειο
    • ένα σχολείο που ανήκει σε αυτή τη βαθμίδα της εκπαίδευσης· το κτίριο που στεγάζει αυτό το σχολείο
      ⮡ οι μαθητές του 2ου Γυμνασίου διοργανώνουν χορό για τις Απόκριες
  3. (παλιότερα) το σχολείο που κάλυπτε το σύνολο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
  4. (στον πληθυντικό) στρατιωτικές ασκήσεις· → δείτε τη λέξη  γυμνάσια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία