γυμνάσιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γυμνάσιο < (λόγιο δάνειο) γερμανική Gymnasium < λατινική gymnasium < αρχαία ελληνική γυμνάσιον[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝiˈmna.si.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐μνά‐σι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγυμνάσιο ουδέτερο
- (ιστορία) κτίριο για την άσκηση των γυμνών αθλητών
- ⮡ επισκεφτήκαμε την αρχαία Ολυμπία και είδαμε το γυμνάσιο, την παλαίστρα και το στάδιο
- (εκπαίδευση) η κατώτερη βαθμίδα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την Κύπρο
- ⮡ οι μαθητές που τελειώνουν το Γυμνάσιο μπορούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Γενικό ή στο Επαγγελματικό Λύκειο
- ένα σχολείο που ανήκει σε αυτή τη βαθμίδα της εκπαίδευσης· το κτίριο που στεγάζει αυτό το σχολείο
- ⮡ οι μαθητές του 2ου Γυμνασίου διοργανώνουν χορό για τις Απόκριες
- (παλιότερα) το σχολείο που κάλυπτε το σύνολο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
- (στον πληθυντικό) στρατιωτικές ασκήσεις· → δείτε τη λέξη γυμνάσια
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία η κατώτερη βαθμίδα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γυμνάσιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας