Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γυμνασιοκόριτσο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γυμνασιοκόριτσ
ο
τα
γυμνασιοκόριτσ
α
γενική
του
γυμνασιοκόριτσ
ου
των
γυμνασιοκόριτσ
ων
αιτιατική
το
γυμνασιοκόριτσ
ο
τα
γυμνασιοκόριτσ
α
κλητική
γυμνασιοκόριτσ
ο
γυμνασιοκόριτσ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γυμνασιοκόριτσο
<
γυμνάσιο
+
κορίτσι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γυμνασιοκόριτσο
ουδέτερο
ένα
κορίτσι
που είναι
μαθήτρια
του
γυμνασίου