δευτεροβάθμιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δευτεροβάθμιος < δευτερο- + βαθμ(ός) + -ιος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική de deuxième classe / du second degré
Επίθετο
επεξεργασίαδευτεροβάθμιος, -α, -ο
- που λειτουργεί ως η δεύτερη βαθμίδα ενός συστήματος
- δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δευτεροβάθμια δικαστήρια
Δείτε επίσης
επεξεργασία- δευτεροβάθμια εξίσωση: (μαθηματικά): εξίσωση δευτέρου βαθμού
Συγγενικά
επεξεργασία- μεταδευτεροβάθμιος
- → δείτε τις λέξεις δεύτερος, δύο και βαθμός
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δευτεροβάθμια εξίσωση