Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταδευτεροβάθμιος η μεταδευτεροβάθμια το μεταδευτεροβάθμιο
      γενική του μεταδευτεροβάθμιου της μεταδευτεροβάθμιας του μεταδευτεροβάθμιου
    αιτιατική τον μεταδευτεροβάθμιο τη μεταδευτεροβάθμια το μεταδευτεροβάθμιο
     κλητική μεταδευτεροβάθμιε μεταδευτεροβάθμια μεταδευτεροβάθμιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταδευτεροβάθμιοι οι μεταδευτεροβάθμιες τα μεταδευτεροβάθμια
      γενική των μεταδευτεροβάθμιων των μεταδευτεροβάθμιων των μεταδευτεροβάθμιων
    αιτιατική τους μεταδευτεροβάθμιους τις μεταδευτεροβάθμιες τα μεταδευτεροβάθμια
     κλητική μεταδευτεροβάθμιοι μεταδευτεροβάθμιες μεταδευτεροβάθμια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταδευτεροβάθμιος < μετα- + δευτεροβάθμιος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ta.ðe.fte.ɾoˈva.θmi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐δευ‐τε‐ρο‐βάθ‐μι‐ος

  Επίθετο επεξεργασία

μεταδευτεροβάθμιος, -α, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία