Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρωτοβάθμιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πρωτοβάθμι
ος
η
πρωτοβάθμι
α
το
πρωτοβάθμι
ο
γενική
του
πρωτοβάθμι
ου
της
πρωτοβάθμι
ας
του
πρωτοβάθμι
ου
αιτιατική
τον
πρωτοβάθμι
ο
την
πρωτοβάθμι
α
το
πρωτοβάθμι
ο
κλητική
πρωτοβάθμι
ε
πρωτοβάθμι
α
πρωτοβάθμι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πρωτοβάθμι
οι
οι
πρωτοβάθμι
ες
τα
πρωτοβάθμι
α
γενική
των
πρωτοβάθμι
ων
των
πρωτοβάθμι
ων
των
πρωτοβάθμι
ων
αιτιατική
τους
πρωτοβάθμι
ους
τις
πρωτοβάθμι
ες
τα
πρωτοβάθμι
α
κλητική
πρωτοβάθμι
οι
πρωτοβάθμι
ες
πρωτοβάθμι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πρωτοβάθμιος
<
πρωτο-
+
-βάθμιος
Επίθετο
επεξεργασία
πρωτοβάθμιος, -α, -ο
που λειτουργεί ως ο
πρώτος
βαθμός
(
πρώτη
βαθμίδα
) ενός συστήματος
πρωτοβάθμια
εκπαίδευση,
πρωτοβάθμια
περίθαλψη,
πρωτοβάθμιο
δικαστήριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρωτοβάθμιος
αγγλικά
:
primary
(en)
γαλλικά
:
primaire
(fr)