Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
primaire primaires

primaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. πρωτοβάθμιος
  2. πρωτογενής
  3. απλοϊκός