Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτογενής η πρωτογενής το πρωτογενές
      γενική του πρωτογενούς* της πρωτογενούς του πρωτογενούς
    αιτιατική τον πρωτογενή την πρωτογενή το πρωτογενές
     κλητική πρωτογενή(ς) πρωτογενής πρωτογενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτογενείς οι πρωτογενείς τα πρωτογενή
      γενική των πρωτογενών των πρωτογενών των πρωτογενών
    αιτιατική τους πρωτογενείς τις πρωτογενείς τα πρωτογενή
     κλητική πρωτογενείς πρωτογενείς πρωτογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτογενής < αρχαία ελληνική πρωτογενής (πρωτότοκος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pro.to.ʝeˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐το‐γε‐νής

  Επίθετο επεξεργασία

πρωτογενής, -ής, -ές

  1. που «γεννιέται», δημιουργείται, γίνεται ή προκύπτει στο πρώτο στάδιο μιας διαδικασίας και δεν είναι αποτέλεσμα μιας προηγούμενης φάσης
    πρωτογενής έρευνα, πρωτογενής παραγωγή, πρωτογενής πρόληψη του καρκίνου
    πρωτογενές πλεόνασμα (αυτό που προκύπτει κατά την περίοδο ενός οικονομικού έτους, χωρίς να συνυπολογίζονται οι υποχρεώσεις από προηγούμενα έτη)
  2. που αναφέρεται σε στοιχεία που προκύπτουν κατ' αυτόν τον τρόπο ή τα περιλαμβάνει
    ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας περιλαμβάνει τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία κλπ
  3. (λόγιο) ο πρωτότοκος
  4. (οικονομία) ο τομέας που δραστηριοποιείται στην απόσπαση και συλλογή από την φύση των πρώτων υλών (γεωργία, κτηνοτροφία, εξόρυξη μεταλλευμάτων, αλιεία, κλπ) και την χρησιμοποίηση τους άμεσα χωρίς επεξεργασία ή την διοχέτευσή τους στον δευτερογενή τομέα για επεξεργασία
    → δείτε τις λέξεις δευτερογενής και τριτογενής

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία