Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρωτογενώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
πρωτογενώς
<
πρωτογενής
+
-ώς
Επίρρημα
επεξεργασία
πρωτογενώς
(
λόγιο
) με
πρωτογενή
τρόπο
ή σε
πρωτογενές
στάδιο
, με
πρωτογένεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρωτογενώς