Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτογένεια οι πρωτογένειες
      γενική της πρωτογένειας των πρωτογενειών
    αιτιατική την πρωτογένεια τις πρωτογένειες
     κλητική πρωτογένεια πρωτογένειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτογένεια < ελληνιστική κοινή πρωτογένεια < αρχαία ελληνική πρωτογενής (σημασιολογικό δάνειο από τη λατινική primigenia[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pro.toˈʝe.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐το‐γέ‐νει‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτογένεια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία