Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πρωτογενή αρσενικό, θηλυκό

  1. πρωτογενής στην αιτιατική και κλητική ενικού

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πρωτογενή ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρωτογενές