Δείτε επίσης: πρωτοτόκος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτότοκος η πρωτότοκη το πρωτότοκο
      γενική του πρωτότοκου της πρωτότοκης του πρωτότοκου
    αιτιατική τον πρωτότοκο την πρωτότοκη το πρωτότοκο
     κλητική πρωτότοκε πρωτότοκη πρωτότοκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτότοκοι οι πρωτότοκες τα πρωτότοκα
      γενική των πρωτότοκων των πρωτότοκων των πρωτότοκων
    αιτιατική τους πρωτότοκους τις πρωτότοκες τα πρωτότοκα
     κλητική πρωτότοκοι πρωτότοκες πρωτότοκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτότοκος < (ελληνιστική κοινήπρωτότοκος < αρχαία ελληνική πρῶτος + τόκος (< τίκτω). Μορφολογικά αναλύεται σε πρωτό- + -τοκος

  Επίθετο

επεξεργασία

πρωτότοκος, -η, -ο

  1. που έχει γεννηθεί πρώτος στη σειρά, ο πιο μεγάλος, o μεγαλύτερος
  2. (παρωχημένο) που φέρει το δικαίωμα των πρωτοτοκίων, πρωτογέννητος
  3. που γεννά για πρώτη φορά
    ※  Στο πρώτο στάδιο του τοκετού διακρίνονται δύο φάσεις, η λανθάνουσα και η ενεργητική. Η λανθάνουσα φάση χαρακτηρίζεται από ήπιες ωδίνες της μήτρας και διαρκεί περίπου έξι ώρες στην πρωτότοκο και τέσσερις ώρες στην πολύτοκο. (Δυστοκία και μαιευτικές επιπλοκές κατά τον τοκετό ivf-embryo.gr, ανακτήθηκε στις 15/4/2023 [1])

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία