Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δευτερότοκος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δευτερότοκ
ος
η
δευτερότοκ
η
το
δευτερότοκ
ο
γενική
του
δευτερότοκ
ου
της
δευτερότοκ
ης
του
δευτερότοκ
ου
αιτιατική
τον
δευτερότοκ
ο
τη
δευτερότοκ
η
το
δευτερότοκ
ο
κλητική
δευτερότοκ
ε
δευτερότοκ
η
δευτερότοκ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δευτερότοκ
οι
οι
δευτερότοκ
ες
τα
δευτερότοκ
α
γενική
των
δευτερότοκ
ων
των
δευτερότοκ
ων
των
δευτερότοκ
ων
αιτιατική
τους
δευτερότοκ
ους
τις
δευτερότοκ
ες
τα
δευτερότοκ
α
κλητική
δευτερότοκ
οι
δευτερότοκ
ες
δευτερότοκ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δευτερότοκος
<
δευτερό-
+
-τοκος
Επίθετο
επεξεργασία
δευτερότοκος, -η, -ο
που έχει γεννηθεί
δεύτερος
στη σειρά, μετά τον
πρωτότοκο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
πρωτότοκος
τριτότοκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δευτερότοκος
γαλλικά
:
cadet
(fr)
,
puîné
(fr)