λανθάνων
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λανθάνων & λανθάνοντας |
η | λανθάνουσα | το | λανθάνον |
γενική | του | λανθάνοντος & λανθάνοντα |
της | λανθάνουσας & λανθανούσης* |
του | λανθάνοντος |
αιτιατική | τον | λανθάνοντα | τη | λανθάνουσα | το | λανθάνον |
κλητική | λανθάνων & λανθάνοντα |
λανθάνουσα | λανθάνον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λανθάνοντες | οι | λανθάνουσες | τα | λανθάνοντα |
γενική | των | λανθανόντων | των | λανθανουσών | των | λανθανόντων |
αιτιατική | τους | λανθάνοντες | τις | λανθάνουσες | τα | λανθάνοντα |
κλητική | λανθάνοντες | λανθάνουσες | λανθάνοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λανθάνων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λανθάνων, μετοχή ενεστώτα του λανθάνω
ΜετοχήΕπεξεργασία
λανθάνων, -ουσα, -ον