Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύτοκος η πολύτοκη
πολύτοκος
το πολύτοκο
      γενική του πολύτοκου
πολυτόκου
της πολύτοκης
πολυτόκου
του πολύτοκου
πολυτόκου
    αιτιατική τον πολύτοκο την πολύτοκη
πολύτοκο
το πολύτοκο
     κλητική πολύτοκε πολύτοκη
πολύτοκε
πολύτοκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύτοκοι οι πολύτοκες
πολύτοκοι
τα πολύτοκα
      γενική των πολύτοκων
πολυτόκων
των πολύτοκων
πολυτόκων
των πολύτοκων
πολυτόκων
    αιτιατική τους πολύτοκους
πολυτόκους
τις πολύτοκες
πολυτόκους
τα πολύτοκα
     κλητική πολύτοκοι πολύτοκες
πολύτοκοι
πολύτοκα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, συνηθίζονται σε ουσιαστικοποιημένα.
Δείτε #σημειώσεις για τη μετακίνηση του τόνου.
Κατηγορία όπως «διάδικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολύτοκος < πολύ- + -τοκος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

πολύτοκος

  1. που έχει γεννήσει πολλές φορές
     αντώνυμα: πρωτότοκος
    ※  Στο πρώτο στάδιο του τοκετού διακρίνονται δύο φάσεις, η λανθάνουσα και η ενεργητική. Η λανθάνουσα φάση χαρακτηρίζεται από ήπιες ωδίνες της μήτρας και διαρκεί περίπου έξι ώρες στην πρωτότοκο και τέσσερις ώρες στην πολύτοκο. (Δυστοκία και μαιευτικές επιπλοκές κατά τον τοκετό ivf-embryo.gr, ανακτήθηκε στις 15/4/2023 [1])
  2. που γεννά πολλά νεογνά
     αντώνυμα: μονότοκος
  3. που γεννά πολλές ιδέες
    ※  Δεν είμαι χορογράφος, ένας απλός θεατής είμαι, αλλά μπορώ να υποψιαστώ ότι ένας πολύτοκος νους βασανίζεται αρκετά μέχρι να εντοπίσει το χρυσό νήμα που θα οδηγήσει σε μια γόνιμη έξοδο από τον χειμαρρώδη δαίδαλο. (Ένας αφυπνιστικός εφιάλτης, philenews.com, 8/1/2023 [2])

  Μεταφράσεις επεξεργασία