Ετυμολογία

επεξεργασία
λαθεύω < θέμα λαθ- του ρήματος λανθάνω (: μου διαφεύγει της προσοχής)

λαθεύω

  • πέφτω έξω στους υπολογισμούς, στις εκτιμήσεις μου, κάνω λάθος

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία