Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λανθάνουσα καθυστέρηση → δείτε τις λέξεις λανθάνων και καθυστέρηση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική latency

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

λανθάνουσα καθυστέρηση

  • (ηλεκτρονική) βλ. συνώνυμο λανθάνων χρόνος
    ※  Έκτός από την πολύ υψηλή ταχύτητα διασύνδεσης και τη χαμηλή λανθάνουσα καθυστέρηση (latency) που είναι τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά των δικτύων 5G, η τελικά παρεχόμενη ποιότητα υπηρεσίας καθορίζεται και από ένα σύνολο άλλων –μη ελεγχόμενων– τεχνικών παραμέτρων [1]

  Αναφορές επεξεργασία