Ετυμολογία

επεξεργασία
latency < latent + -cy

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈleɪ.tən.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
  1. χρονοκαθυστέρηση, αδράνεια
    • καθυστέρηση δράσης ή εφαρμογής
      αδράνεια αντίδρασης, αδράνεια απόκρισης, αδράνεια ανταπόκρισης
  2. υστέρηση
     συνώνυμα: delay, (χρονική) time lag
  3. καθυστέρηση
     συνώνυμα: delay
  4. (ιατρική) ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ ενός ερεθίσματος και της αντίδρασης σε αυτό από έναν ζωντανό οργανισμό
  5. (ηλεκτρονική) λανθάνων χρόνος [1], λανθάνουσα καθυστέρηση [1], καθυστέρηση απόκρισης
  6. (πληροφορική) λανθάνων χρόνος
    ※  SSDs are faster than hard disks because there is zero latency (no read/write head to move). [2]
    «Τα SSDs είναι ταχύτερα των σκληρών δίσκων γιατί έχουν μηδενικό λανθάνοντα χρόνο (δεν υπάρχουν κεφαλές ανάγνωσης/γραφής που χρειάζεται να κινηθούν»

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • latency στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 «λανθάνουσα καθυστέρηση», «λανθάνων χρόνος» από αναζήτηση «latency» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
  2. (αγγλικά) SSD, από pcmag.com. Προσπέλαση 2020-06-24.