πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υστέρηση οι υστερήσεις
      γενική της υστέρησης* των υστερήσεων
    αιτιατική την υστέρηση τις υστερήσεις
     κλητική υστέρηση υστερήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υστερήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

υστέρηση θηλυκό

  1. (φυσική) το φαινόμενο (σε μαγνητικά, ελαστικά και θερμοδυναμικά συστήματα) κατά το οποίο η κατάσταση ενός συστήματος εξαρτάται όχι μόνο από τις παρούσες συνθήκες αλλά και από την προηγούμενη κατάστασή του και όπου η απόκριση μιας μεταβλητής καθυστερεί σε σχέση με την αιτία που την προκαλεί
  2. (ψυχολογία) το να μειονεκτεί κάποιος (παρουσιάζει υστέρηση έναντι κάποιου άλλου)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία