υστέρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υστέρηση | οι | υστερήσεις |
γενική | της | υστέρησης* | των | υστερήσεων |
αιτιατική | την | υστέρηση | τις | υστερήσεις |
κλητική | υστέρηση | υστερήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υστερήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈste.ɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐στέ‐ρη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υστέρηση θηλυκό
- (φυσική) το φαινόμενο (σε μαγνητικά, ελαστικά και θερμοδυναμικά συστήματα) κατά το οποίο η κατάσταση ενός συστήματος εξαρτάται όχι μόνο από τις παρούσες συνθήκες αλλά και από την προηγούμενη κατάστασή του και όπου η απόκριση μιας μεταβλητής καθυστερεί σε σχέση με την αιτία που την προκαλεί
- (ψυχολογία) το να μειονεκτεί κάποιος (παρουσιάζει υστέρηση έναντι κάποιου άλλου)