χρονοκαθυστέρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρονοκαθυστέρηση | οι | χρονοκαθυστερήσεις |
γενική | της | χρονοκαθυστέρησης | των | χρονοκαθυστερήσεων |
αιτιατική | τη | χρονοκαθυστέρηση | τις | χρονοκαθυστερήσεις |
κλητική | χρονοκαθυστέρηση | χρονοκαθυστερήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρονοκαθυστέρηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρονοκαθυστέρηση θηλυκό