Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρονοκαθυστέρηση οι χρονοκαθυστερήσεις
      γενική της χρονοκαθυστέρησης των χρονοκαθυστερήσεων
    αιτιατική τη χρονοκαθυστέρηση τις χρονοκαθυστερήσεις
     κλητική χρονοκαθυστέρηση χρονοκαθυστερήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρονοκαθυστέρηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρονοκαθυστέρηση θηλυκό

  1. φυσική αδράνεια, συστημική αδράνεια
  2. τεχνητή - επιβεβλημένη αδράνεια ασφαλείας

  Μεταφράσεις επεξεργασία