πρωτοτόκια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πρωτοτόκια | ||
γενική | των | πρωτοτοκίων | ||
αιτιατική | τα | πρωτοτόκια | ||
κλητική | πρωτοτόκια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρωτοτόκια < ελληνιστική κοινή πρωτοτόκια[1] [2] < πρωτότοκος < αρχαία ελληνική πρῶτος + τόκος < τίκτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτοτόκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα κληρονομικά δικαιώματα του πρωτότοκου
- ※ Ο άνθρωπος πολλές φορές δεν βρίσκει της υπάρξεώς τους τον σκοπό. Και όμως τα κρατεί στους κόρφους της η Φύσις, θεότης αδιάφορη, ανεπηρέαστη, ίση δείχνοντας αγάπη και στου Κάη τους καρπούς και στα πρωτοτόκια του Άβελ. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, κεφ. Ε, 1897)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωτοτόκια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρωτοτόκια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτοτόκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- ※ ἀπέδοτο δὲ Ἡσαῦ τὰ πρωτοτόκια τῷ Ἰακώβ. Ἰακὼβ δὲ ἔδωκε τῷ Ἡσαῦ ἄρτον καὶ ἕψημα φακοῦ, καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιε καὶ ἀναστὰς ᾤχετο· καὶ ἐφαύλισεν Ἡσαῦ τὰ πρωτοτόκια (Παλαιά Διαθήκη, Γένεσις, λγ')
Πηγές
επεξεργασία- πρωτοτόκια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρωτοτόκια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ πρωτοτόκια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πρωτοτόκια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.