τίκτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τίκτω → δείτε το αρχαίο τίκτω
Ρήμα
επεξεργασίατίκτω
- (απαρχαιωμένο) το αρχαίο τίκτω (γεννάω) σε εκκλησιαστικά ή παλιότερα κείμενα
- ⮡ Σήμερον η Παρθένος τίκτει... (Θ΄ Ωδή Χριστουγέννων)
- ⮡ Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε, κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ. Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί, καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου, ὅτι Σωτήρα ἔτεκες τῶν ψυχῶν ἡμῶν
Συγγενικά
επεξεργασία- -τοκος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τοκος στο Βικιλεξικό όπως νεότοκος, πρωτότοκος
- -τόκος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τόκος στο Βικιλεξικό όπως νεοτόκος, χρυσοτόκος
και
- Όροι με τοκος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τίκτω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | τίκτω | τίκτομαι |
Παρατατικός | ἔτικτον | |
Μέλλοντας | τέξω | τεχθήσομαι, τέξομαι |
Αόριστος | ἔτεξα, ἔτεκον | ἐτεξάμην, ἐτεκόμην, ἐτέχθην |
Παρακείμενος | τέτοκα | τέτεγμαι |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τίκτω < πρωτοελληνική *tíktō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tí-tḱ-e-ti < *teḱ- (τίκτω, γεννώ)
Ρήμα
επεξεργασίατίκτω
- φέρνω στον κόσμο παιδιά, γεννάω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 352 (στίχοι 352-354)
- «μῆτερ, ἐπεί μ᾽ ἔτεκές γε μινυνθάδιόν περ ἐόντα, | τιμήν πέρ μοι ὄφελλεν Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξαι | Ζεὺς ὑψιβρεμέτης· νῦν δ᾽ οὐδέ με τυτθὸν ἔτεισεν·
- «Μητέρ᾽, αφού κοντόχρονον με έχεις γεννημένον, | έπρεπε καν ο βροντητής να μου χαρίσει ο Δίας | τιμήν και αντίς ολότελα δεν μ᾽ έχει αυτός τιμήσει·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- «μῆτερ, ἐπεί μ᾽ ἔτεκές γε μινυνθάδιόν περ ἐόντα, | τιμήν πέρ μοι ὄφελλεν Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξαι | Ζεὺς ὑψιβρεμέτης· νῦν δ᾽ οὐδέ με τυτθὸν ἔτεισεν·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 45 (43-45)
- αἱ δ᾽ ἄμβροτον ὄσσαν ἱεῖσαι | θεῶν γένος αἰδοῖον πρῶτον κλείουσιν ἀοιδῇ | ἐξ ἀρχῆς, οὓς Γαῖα καὶ Οὐρανὸς εὐρὺς ἔτικτεν,
- Κι αυτές αθάνατη αφήνουνε φωνή | και πρώτα των σεβαστών θεών το γένος υμνούν με το τραγούδι τους, | απ᾽ την αρχή, αυτό που γέννησε η Γη κι ο Ουρανός ο ευρύς,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- αἱ δ᾽ ἄμβροτον ὄσσαν ἱεῖσαι | θεῶν γένος αἰδοῖον πρῶτον κλείουσιν ἀοιδῇ | ἐξ ἀρχῆς, οὓς Γαῖα καὶ Οὐρανὸς εὐρὺς ἔτικτεν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 1247 (1246-1249)
- καὶ μὴ κακισθῇς μηδ᾽ ἀναμνησθῇς τέκνων, | ὡς φίλταθ᾽, ὡς ἔτικτες, ἀλλὰ τήνδε γε | λαθοῦ βραχεῖαν ἡμέραν παίδων σέθεν | κἄπειτα θρήνει·
- και μη λιποψυχήσεις, μη θυμηθείς τα παιδιά σου, | ότι τα λάτρεψες, ότι τα γέννησες. | Τη μέρα τούτη τη μικρή ξέχνα τα παιδιά σου | και ύστερα θρήνησε και ξαναθρήνησε.
- Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- καὶ μὴ κακισθῇς μηδ᾽ ἀναμνησθῇς τέκνων, | ὡς φίλταθ᾽, ὡς ἔτικτες, ἀλλὰ τήνδε γε | λαθοῦ βραχεῖαν ἡμέραν παίδων σέθεν | κἄπειτα θρήνει·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 352 (στίχοι 352-354)
- (για θηλυκά ζώα) γεννάω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 68.1
- Τῶν δὲ κροκοδείλων φύσις ἐστὶ τοιήδε· τοὺς χειμεριωτάτους μῆνας τέσσερας ἐσθίει οὐδέν, ἐὸν δὲ τετράπουν χερσαῖον καὶ λιμναῖόν ἐστι· τίκτει μὲν γὰρ ᾠὰ ἐν γῇ καὶ ἐκλέπει καὶ τὸ πολλὸν τῆς ἡμέρης διατρίβει ἐν τῷ ξηρῷ, τὴν δὲ νύκτα πᾶσαν ἐν τῷ ποταμῷ·
- Των κροκοδείλων τώρα η φύση είναι η εξής: τους τέσσερις βαρύτερους μήνες του χειμώνα ο κροκόδειλος δεν τρώει τίποτε· είναι τετράποδο αλλά ζει και στην ξηρά και στις λίμνες· τα αυγά του τα γεννάει και τα εκκολάπτει στη στεριά, και το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας το περνάει στην ξηρά, αλλά όλη τη νύχτα μένει μέσα στον ποταμό,
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Τῶν δὲ κροκοδείλων φύσις ἐστὶ τοιήδε· τοὺς χειμεριωτάτους μῆνας τέσσερας ἐσθίει οὐδέν, ἐὸν δὲ τετράπουν χερσαῖον καὶ λιμναῖόν ἐστι· τίκτει μὲν γὰρ ᾠὰ ἐν γῇ καὶ ἐκλέπει καὶ τὸ πολλὸν τῆς ἡμέρης διατρίβει ἐν τῷ ξηρῷ, τὴν δὲ νύκτα πᾶσαν ἐν τῷ ποταμῷ·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 57.2
- ἐγένετο δὲ καὶ ἕτερον αὐτῷ τέρας ἐόντι ἐν Σάρδισι· ἡμίονος γὰρ ἔτεκε ἡμίονον διξὰ ἔχουσαν αἰδοῖα, τὰ μὲν ἔρσενος, τὰ δὲ θηλέης· κατύπερθε δὲ ἦν τὰ τοῦ ἔρσενος.
- Μάλιστα και κάτι άλλο καταπληκτικό τού παρουσιάστηκε, όταν ακόμα ήταν στις Σάρδεις: μούλα γέννησε μουλάρι, που είχε διπλά αιδοία, αρσενικά και θηλυκά· τα αρσενικά βρίσκονταν πιο πάνω.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἐγένετο δὲ καὶ ἕτερον αὐτῷ τέρας ἐόντι ἐν Σάρδισι· ἡμίονος γὰρ ἔτεκε ἡμίονον διξὰ ἔχουσαν αἰδοῖα, τὰ μὲν ἔρσενος, τὰ δὲ θηλέης· κατύπερθε δὲ ἦν τὰ τοῦ ἔρσενος.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 18 , p.218, @scaife.perseus
- Αἱ μὲν οὖν ἥμεροι ὕες κύουσι τέτταρας μῆνας, τίκτουσι δὲ τὰ πλεῖστα εἴκοσιν· πλὴν ἂν πολλὰ τέκωσιν, οὐ δύνανται ἐκτρέφειν πάντα. Γηράσκουσαι δὲ τίκτουσι μὲν ὁμοίως, ὀχεύονται δὲ βραδύτερον·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 68.1
- (για πτηνά) εκκολάπτω
- (για ψάρια) αποθέτω αβγά
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 14 , p.205, @scaife.perseus
- Οἱ δὲ λιμναῖοι καὶ οἱ ποτάμιοι τῶν ἰχθύων κυήματα μὲν ἴσχουσι πεντάμηνοι τὴν ἡλικίαν ὄντες ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, τίκτουσι δὲ τοῦ ἐνιαυτοῦ περιιόντος ἅπαντες·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 5, 11 @scaife.perseus
- Τίκτουσι δ’ οἱ πλεῖστοι τῶν ἰχθύων ἐν μησὶ τρισί, Μουνυχιῶνι, Θαργηλιῶνι, Σκιρροφοριῶνι· μετοπώρου δ’ ὀλίγοι, οἷον σάλπη καὶ σάργος καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα μικρὸν πρὸ ἰσημερίας τῆς φθινοπωρινῆς, καὶ νάρκη καὶ ῥίνη. Τίκτει δ’ ἔνια καὶ χειμῶνος καὶ θέρους,
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 14 , p.205, @scaife.perseus
- (για παραγωγή λαχανικών) παράγω
- (μεταφορικά) παράγω, προξενώ, επιφέρω
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 498 (498-499)
- φύλαξαι μὴ θράσος τέκῃ φόβον· | καὶ δὴ φίλον τις ἔκταν᾽ ἀγνοίας ὕπο.
- κι έτσι φυλάξου μη γεννήσει η εμπιστοσύνη φόβου αφορμή· | κι έτυχ᾽ ως τώρα να σκοτώσει, χωρίς να ξέρει, κι άνθρωπο κανείς δικό του.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- φύλαξαι μὴ θράσος τέκῃ φόβον· | καὶ δὴ φίλον τις ἔκταν᾽ ἀγνοίας ὕπο.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 364 (364-365)
- τὰ δ᾽ ἐμὰ δῶρα Κύπριδος ἔτεκε | πολὺ μὲν αἷμα, πολὺ δὲ δάκρυον
- τα δώρα που μου χάρισεν η Κύπρη | ατέλειωτα γεννήσαν μοιρολόγια, αρίφνητο αίμα,
- Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- τὰ δ᾽ ἐμὰ δῶρα Κύπριδος ἔτεκε | πολὺ μὲν αἷμα, πολὺ δὲ δάκρυον
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 498 (498-499)
Σύνθετα
επεξεργασίαδείτε και τα παράγωγά τους, όπως ἐπίτοκος, ἀπότοκος, ἀπότεκνος, ἐπίτεκνος
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ὁ τεκών: ο πατέρας
- ἡ τίκτουσα: η μητέρα
- oἱ τεκόντες: οι γονείς
- τίκτω ᾠα: αναπαράγομαι με αβγά, γεννώ αβγά
Κλίση
επεξεργασίαΡηματικοί τύποι:
- ποιητικός τύπος: απαρέμφατο τεκεῖσθαι
- επικός τύπος : αόρ. β' τέκον
- επικός τύπος : αόρ. β' μέση φωνή τεκόμην
Πηγές
επεξεργασία- τίκτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τίκτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.