φιλοτεκνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλοτεκνία < ελληνιστική κοινή φιλοτεκνία[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλοτεκνία θηλυκό
- η μεγάλη επιθυμία για απόκτηση παιδιών
- η αγάπη για τα παιδία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φιλοτεκνία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φιλοτεκνία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.