↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλοτεκνία οι φιλοτεκνίες
      γενική της φιλοτεκνίας των φιλοτεκνιών
    αιτιατική τη φιλοτεκνία τις φιλοτεκνίες
     κλητική φιλοτεκνία φιλοτεκνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλοτεκνία < ελληνιστική κοινή φιλοτεκνία[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φιλοτεκνία θηλυκό

  1. η μεγάλη επιθυμία για απόκτηση παιδιών
  2. η αγάπη για τα παιδία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



ζητούμενο λήμμα