μονότεκνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονότεκνος < αρχαία ελληνική μονότεκνος < μόνος + τέκνον < τίκτω
Επίθετο επεξεργασία
μονότεκνος
- (αρχαιοπρεπές) που έχει ένα μόνο τέκνο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονότεκνος
|