Δείτε επίσης: ἕνα

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ένα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἕνα < ουδέτερο για την αρχαία ελληνική εἵς (από την αιτιατική: ἕνα

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.na/
 

  Αριθμητικό Επεξεργασία

ένα ουδέτερο

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος άρθρου Επεξεργασία

ένα ουδέτερο

  Κλιτικός τύπος αντωνυμίας Επεξεργασία

ένα

  • (αόριστη αντωνυμία) ουδέτερο του ένας
    ενώ τα παιδιά κάθονταν στα θρανία τους, σηκώθηκε ένα κι άρχισε να φωνάζει