ένα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ένα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἕνα < ουδέτερο για την αρχαία ελληνική εἵς (από την αιτιατική: ἕνα
Προφορά
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαένα ουδέτερο
- το απόλυτο αριθμητικό (1) που ακολουθεί το μηδέν και προηγείται του δύο
- ⮡ Ο Γιάννης και η Μαρία έχουν ένα μόνο παιδί.
Μεταφράσεις
επεξεργασία το αριθμητικό 1
Κλιτικός τύπος άρθρου
επεξεργασίαένα ουδέτερο
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασίαένα