ίγκμπο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαίγκμπο ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό άκλιτο
Σημειώσεις
επεξεργασία- κωδικός γλώσσας: ig
Δείτε επίσης : Κατηγορία:Γλώσσα ίγκμπο |
ίγκμπο ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό άκλιτο