• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

um

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πορτογαλικά (pt)Επεξεργασία

  ΑριθμητικόΕπεξεργασία

um (pt)

  • ένα

  ΆρθροΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
αρσενικό um uns
θηλυκό uma umas

um (pt)

  • ένας / μια / μερικοί / μερικές
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=um&oldid=4726255"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Αυγούστου 2020, στις 10:27

Γλώσσες

    • Afrikaans
    • Asturianu
    • Azərbaycanca
    • Български
    • Brezhoneg
    • Čeština
    • Dansk
    • Deutsch
    • English
    • Esperanto
    • Español
    • Eesti
    • Euskara
    • Suomi
    • Na Vosa Vakaviti
    • Føroyskt
    • Français
    • Galego
    • Hrvatski
    • Magyar
    • Հայերեն
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • Íslenska
    • Italiano
    • 日本語
    • 한국어
    • कॉशुर / کٲشُر
    • Kurdî
    • Кыргызча
    • Latina
    • Limburgs
    • Lietuvių
    • Latviešu
    • Malagasy
    • Malti
    • မြန်မာဘာသာ
    • Plattdüütsch
    • Nederlands
    • Norsk
    • Occitan
    • Polski
    • Português
    • Русский
    • Sicilianu
    • Srpskohrvatski / српскохрватски
    • Simple English
    • Soomaaliga
    • Српски / srpski
    • Svenska
    • Kiswahili
    • தமிழ்
    • Tagalog
    • Türkçe
    • Українська
    • Oʻzbekcha / ўзбекча
    • Tiếng Việt
    • Volapük
    • Wolof
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Αυγούστου 2020, στις 10:27.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie