λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία
μερικοί < μερικός < μέρος

Αντωνυμία

επεξεργασία

μερικοί αρσενικό αόριστη αντωνυμία, στον πληθυντικό (μερικές θηλυκό, μερικά ουδέτερο)

  • κάποιοι ή λίγοι
    Υπάρχουν ακόμη μερικοί άνθρωποι που επιμένουν να χρησιμοποιούν το πολυτονικό στην καθημερινή τους ζωή.

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία