uno
Βενετικά (vec)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- uno > λατινική unus
Αριθμητικό
επεξεργασίαuno (vec)
Ίντο (io)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαuno (io)
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
uno | unos |
uno (es) (ούνο) αρσενικό
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | uno | unos |
θηλυκό | una | unas |
uno (es) (ούνο)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαuno (it)