↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μηδέν
      γενική μηδενός
    αιτιατική μηδέν
     κλητική μηδέν
Αριθμητικά στο Παράρτημα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μηδέν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μηδέν (κανένα, τίποτα), ουδέτερο του μηδείς < αρχαία ελληνική μηδὲ + ἕν[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /miˈðen/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐δέν

  Αριθμητικό

επεξεργασία

μηδέν και μηδενικό

  1. ο αριθμός που δείχνει την ανυπαρξία οποιασδήποτε ποσότητας.
    σύμβολο: 0
  2. (μαθηματικά) (δεκαδικό σύστημα) ο αριθμός που δεν έχει αξία ο ίδιος αλλά που δίνει αξία δέκα φορές μεγαλύτερη στους αριθμούς που βρίσκονται στα αριστερά του.
    ⮡ Είκοσι γράφεται με ένα δυάρι που ακολουθείται από ένα μηδέν.
    ⮡  Ένα τεσσάρι μαζί με τρία μηδενικά διαβάζεται τέσσερις χιλιάδες.
  3. (μεταφορικά) Λέγεται για κάποιον ανίκανο, που δεν αξίζει τίποτα.
    ⮡  Είναι ένα μηδἐν
     συνώνυμα: τιποτένιος
  4. (σχολική βαθμολογία)

ο σχολικός βαθμός που υποδηλώνει έναν κακό μαθητή

  1.  συνώνυμα: κουλούρα
  2. (φυσική) Σε μερικές κλίμακες, δείχνει την θερμοκρασία στην οποία λιώνει ο πάγος
    ⮡  Η θερμοκρασία έπεσε στο μηδέν, κάτω από το μηδέν.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μηδέν ουδέτερο

  1. το μηδέν και το σύμβολό του
  2. το τίποτα, η ανυπαρξία
    ⮡  δημιουργήθηκε εκ του μηδενός

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • σύμβολο 0
  • τα ψηφία: 0   1   2   3   4   5   6   7   8   9

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

επεξεργασία

μηδέν

  Αναφορές

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα

  Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

επεξεργασία

μηδέν