μηδέν
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | μηδέν | |||
γενική | μηδένός | |||
αιτιατική | μηδέν | |||
κλητική | μηδέν | |||
Αριθμητικά στο Παράρτημα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μηδέν < αρχαία ελληνική μηδὲ + ἕν[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /miˈðεn/
- συλλαβισμός : μη‐δέν
ΑριθμητικόΕπεξεργασία
μηδέν και μηδενικό
- αριθμός που δείχνει την ανυπαρξία οποιασδήποτε ποσότητας.
- σύμβολο: 0
- (μαθηματικά) (δεκαδικό σύστημα) Αριθμός που δεν έχει αξία ο ίδιος αλλά που δίνει αξία δέκα φορές μεγαλύτερη στους αριθμούς που βρίσκονται στα αριστερά του.
- Είκοσι γράφεται με ένα δυάρι που ακολουθείται από ένα μηδέν.
- Ένα τεσσάρι μαζί με τρία μηδενικά διαβάζεται τέσσερις χιλιάδες.
- (μεταφορικά) Λέγεται για κάποιον ανίκανο, που δεν αξίζει τίποτα.
- Είναι ένα μηδἐν
- (σχολική βαθμολογία) σχολικός βαθμός που υποδηλώνει έναν κακό μαθητή
- (φυσική) Σε μερικές κλίμακες, δείχνει την θερμοκρασία στην οποία λιώνει ο πάγος.
- Η θερμοκρασία έπεσε στο μηδέν, κάτω από το μηδέν.
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μηδέν ουδέτερο
Επεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μηδέν
|
|
Επεξεργασία
- ↑ «μηδέν» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.