↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μηδενικός η μηδενική το μηδενικό
      γενική του μηδενικού της μηδενικής του μηδενικού
    αιτιατική τον μηδενικό τη μηδενική το μηδενικό
     κλητική μηδενικέ μηδενική μηδενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μηδενικοί οι μηδενικές τα μηδενικά
      γενική των μηδενικών των μηδενικών των μηδενικών
    αιτιατική τους μηδενικούς τις μηδενικές τα μηδενικά
     κλητική μηδενικοί μηδενικές μηδενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μηδενικός < μηδέν + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.ðe.niˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /mi.ðe.niˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /mi.ðe.niˈko/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

μηδενικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με το μηδέν ή ισούται με το μηδέν
    • μηδενική ποσότητα: η ποσότητα που ισούται με μηδέν, ή δεν υπάρχει
    μηδενικό διάνυσμα είναι το διάνυσμα του οποίου το μήκος είναι μηδέν
  2. (μεταφορικά) που δεν είναι σπουδαίος ή είναι εντελώς ανύπαρκτος
    οι προσπάθειές μας έφεραν μηδενικό αποτέλεσμα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία