μηδένιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μηδένιση | οι | μηδενίσεις |
γενική | της | μηδένισης* | των | μηδενίσεων |
αιτιατική | τη | μηδένιση | τις | μηδενίσεις |
κλητική | μηδένιση | μηδενίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μηδενίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμηδένιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μηδενίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μηδένιση
|