μηδενίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.ðeˈni.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαμηδενίζω , πρτ.: μηδένιζα, στ.μέλλ.: θα μηδενίσω, αόρ.: μηδένισα, παθ.φωνή: μηδενίζομαι, μτχ.π.π.: μηδενισμένος
- (στο σχολείο) βαθμολογώ με το βαθμό μηδέν
- απαξιώνω ολοκληρωτικά μια προσπάθεια, ένα έργο, ένα αποτέλεσμα
- γυρίζω πίσω στο μηδέν την ένδειξη ενός μετρητή
- στο συνεργείο μού μηδένισαν το χιλιομετρητή
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μηδενίζω | μηδένιζα | θα μηδενίζω | να μηδενίζω | μηδενίζοντας | |
β' ενικ. | μηδενίζεις | μηδένιζες | θα μηδενίζεις | να μηδενίζεις | μηδένιζε | |
γ' ενικ. | μηδενίζει | μηδένιζε | θα μηδενίζει | να μηδενίζει | ||
α' πληθ. | μηδενίζουμε | μηδενίζαμε | θα μηδενίζουμε | να μηδενίζουμε | ||
β' πληθ. | μηδενίζετε | μηδενίζατε | θα μηδενίζετε | να μηδενίζετε | μηδενίζετε | |
γ' πληθ. | μηδενίζουν(ε) | μηδένιζαν μηδενίζαν(ε) |
θα μηδενίζουν(ε) | να μηδενίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μηδένισα | θα μηδενίσω | να μηδενίσω | μηδενίσει | ||
β' ενικ. | μηδένισες | θα μηδενίσεις | να μηδενίσεις | μηδένισε | ||
γ' ενικ. | μηδένισε | θα μηδενίσει | να μηδενίσει | |||
α' πληθ. | μηδενίσαμε | θα μηδενίσουμε | να μηδενίσουμε | |||
β' πληθ. | μηδενίσατε | θα μηδενίσετε | να μηδενίσετε | μηδενίστε | ||
γ' πληθ. | μηδένισαν μηδενίσαν(ε) |
θα μηδενίσουν(ε) | να μηδενίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μηδενίσει | είχα μηδενίσει | θα έχω μηδενίσει | να έχω μηδενίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μηδενίσει | είχες μηδενίσει | θα έχεις μηδενίσει | να έχεις μηδενίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μηδενίσει | είχε μηδενίσει | θα έχει μηδενίσει | να έχει μηδενίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μηδενίσει | είχαμε μηδενίσει | θα έχουμε μηδενίσει | να έχουμε μηδενίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μηδενίσει | είχατε μηδενίσει | θα έχετε μηδενίσει | να έχετε μηδενίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μηδενίσει | είχαν μηδενίσει | θα έχουν μηδενίσει | να έχουν μηδενίσει |
|