εκμηδενίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκμηδενίζω < εκ- + μηδέν + -ίζω (μηδενίζω), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική annihiler[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ek.mi.ðeˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐μη‐δε‐νί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαεκμηδενίζω, αόρ.: εκμηδένισα, παθ.φωνή: εκμηδενίζομαι, π.αόρ.: εκμηδενίστηκα, μτχ.π.π.: εκμηδενισμένος
- μειώνω μια ποσότητα τόσο πολύ ώστε να πλησιάσει στο μηδέν
- ⮡ Η ζώνη ασφαλείας έχει μειώσει σημαντικά, αλλά όχι εκμηδενίσει την πιθανότητα θανάτου σε τροχαίο ατύχημα.
- εξαφανίζω, καταστρέφω
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις εκ, μηδενίζω και μηδέν
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκμηδενίζω | εκμηδένιζα | θα εκμηδενίζω | να εκμηδενίζω | εκμηδενίζοντας | |
β' ενικ. | εκμηδενίζεις | εκμηδένιζες | θα εκμηδενίζεις | να εκμηδενίζεις | εκμηδένιζε | |
γ' ενικ. | εκμηδενίζει | εκμηδένιζε | θα εκμηδενίζει | να εκμηδενίζει | ||
α' πληθ. | εκμηδενίζουμε | εκμηδενίζαμε | θα εκμηδενίζουμε | να εκμηδενίζουμε | ||
β' πληθ. | εκμηδενίζετε | εκμηδενίζατε | θα εκμηδενίζετε | να εκμηδενίζετε | εκμηδενίζετε | |
γ' πληθ. | εκμηδενίζουν(ε) | εκμηδένιζαν εκμηδενίζαν(ε) |
θα εκμηδενίζουν(ε) | να εκμηδενίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκμηδένισα | θα εκμηδενίσω | να εκμηδενίσω | εκμηδενίσει | ||
β' ενικ. | εκμηδένισες | θα εκμηδενίσεις | να εκμηδενίσεις | εκμηδένισε | ||
γ' ενικ. | εκμηδένισε | θα εκμηδενίσει | να εκμηδενίσει | |||
α' πληθ. | εκμηδενίσαμε | θα εκμηδενίσουμε | να εκμηδενίσουμε | |||
β' πληθ. | εκμηδενίσατε | θα εκμηδενίσετε | να εκμηδενίσετε | εκμηδενίστε | ||
γ' πληθ. | εκμηδένισαν εκμηδενίσαν(ε) |
θα εκμηδενίσουν(ε) | να εκμηδενίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκμηδενίσει | είχα εκμηδενίσει | θα έχω εκμηδενίσει | να έχω εκμηδενίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκμηδενίσει | είχες εκμηδενίσει | θα έχεις εκμηδενίσει | να έχεις εκμηδενίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκμηδενίσει | είχε εκμηδενίσει | θα έχει εκμηδενίσει | να έχει εκμηδενίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκμηδενίσει | είχαμε εκμηδενίσει | θα έχουμε εκμηδενίσει | να έχουμε εκμηδενίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκμηδενίσει | είχατε εκμηδενίσει | θα έχετε εκμηδενίσει | να έχετε εκμηδενίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκμηδενίσει | είχαν εκμηδενίσει | θα έχουν εκμηδενίσει | να έχουν εκμηδενίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκμηδενίζομαι | εκμηδενιζόμουν(α) | θα εκμηδενίζομαι | να εκμηδενίζομαι | ||
β' ενικ. | εκμηδενίζεσαι | εκμηδενιζόσουν(α) | θα εκμηδενίζεσαι | να εκμηδενίζεσαι | ||
γ' ενικ. | εκμηδενίζεται | εκμηδενιζόταν(ε) | θα εκμηδενίζεται | να εκμηδενίζεται | ||
α' πληθ. | εκμηδενιζόμαστε | εκμηδενιζόμαστε εκμηδενιζόμασταν |
θα εκμηδενιζόμαστε | να εκμηδενιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκμηδενίζεστε | εκμηδενιζόσαστε εκμηδενιζόσασταν |
θα εκμηδενίζεστε | να εκμηδενίζεστε | (εκμηδενίζεστε) | |
γ' πληθ. | εκμηδενίζονται | εκμηδενίζονταν εκμηδενιζόντουσαν |
θα εκμηδενίζονται | να εκμηδενίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκμηδενίστηκα | θα εκμηδενιστώ | να εκμηδενιστώ | εκμηδενιστεί | ||
β' ενικ. | εκμηδενίστηκες | θα εκμηδενιστείς | να εκμηδενιστείς | εκμηδενίσου | ||
γ' ενικ. | εκμηδενίστηκε | θα εκμηδενιστεί | να εκμηδενιστεί | |||
α' πληθ. | εκμηδενιστήκαμε | θα εκμηδενιστούμε | να εκμηδενιστούμε | |||
β' πληθ. | εκμηδενιστήκατε | θα εκμηδενιστείτε | να εκμηδενιστείτε | εκμηδενιστείτε | ||
γ' πληθ. | εκμηδενίστηκαν εκμηδενιστήκαν(ε) |
θα εκμηδενιστούν(ε) | να εκμηδενιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκμηδενιστεί | είχα εκμηδενιστεί | θα έχω εκμηδενιστεί | να έχω εκμηδενιστεί | εκμηδενισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκμηδενιστεί | είχες εκμηδενιστεί | θα έχεις εκμηδενιστεί | να έχεις εκμηδενιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκμηδενιστεί | είχε εκμηδενιστεί | θα έχει εκμηδενιστεί | να έχει εκμηδενιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκμηδενιστεί | είχαμε εκμηδενιστεί | θα έχουμε εκμηδενιστεί | να έχουμε εκμηδενιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκμηδενιστεί | είχατε εκμηδενιστεί | θα έχετε εκμηδενιστεί | να έχετε εκμηδενιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκμηδενιστεί | είχαν εκμηδενιστεί | θα έχουν εκμηδενιστεί | να έχουν εκμηδενιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκμηδενισμένος - είμαστε, είστε, είναι εκμηδενισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκμηδενισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκμηδενισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκμηδενισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκμηδενισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκμηδενισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκμηδενισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκμηδενίζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εκμηδενίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας