Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκμηδενισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκμηδενισμέν
ος
η
εκμηδενισμέν
η
το
εκμηδενισμέν
ο
γενική
του
εκμηδενισμέν
ου
της
εκμηδενισμέν
ης
του
εκμηδενισμέν
ου
αιτιατική
τον
εκμηδενισμέν
ο
την
εκμηδενισμέν
η
το
εκμηδενισμέν
ο
κλητική
εκμηδενισμέν
ε
εκμηδενισμέν
η
εκμηδενισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκμηδενισμέν
οι
οι
εκμηδενισμέν
ες
τα
εκμηδενισμέν
α
γενική
των
εκμηδενισμέν
ων
των
εκμηδενισμέν
ων
των
εκμηδενισμέν
ων
αιτιατική
τους
εκμηδενισμέν
ους
τις
εκμηδενισμέν
ες
τα
εκμηδενισμέν
α
κλητική
εκμηδενισμέν
οι
εκμηδενισμέν
ες
εκμηδενισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκμηδενισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκμηδενίζω
Μετοχή
επεξεργασία
εκμηδενισμένος, -η, -ο
που έχει
εκμηδενιστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκμηδενισμένος
γαλλικά
:
anéanti
(fr)
,
annihilé
(fr)