annihilé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | annihilé | annihilés |
θηλυκό | annihilée | annihilées |
Επίθετο
επεξεργασία
annihilé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | annihilé | annihilés |
θηλυκό | annihilée | annihilées |
annihilé (fr)