Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκμηδενιστικός η εκμηδενιστική το εκμηδενιστικό
      γενική του εκμηδενιστικού της εκμηδενιστικής του εκμηδενιστικού
    αιτιατική τον εκμηδενιστικό την εκμηδενιστική το εκμηδενιστικό
     κλητική εκμηδενιστικέ εκμηδενιστική εκμηδενιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκμηδενιστικοί οι εκμηδενιστικές τα εκμηδενιστικά
      γενική των εκμηδενιστικών των εκμηδενιστικών των εκμηδενιστικών
    αιτιατική τους εκμηδενιστικούς τις εκμηδενιστικές τα εκμηδενιστικά
     κλητική εκμηδενιστικοί εκμηδενιστικές εκμηδενιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκμηδενιστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

εκμηδενιστικός

  1. που ακυρώνει, θεωρεί ασήμαντα, απορρίπτει ή αποδομεί τα πάντα
  2. φονικός
  3. (φιλοσοφικά μα συχνα μειωτικά) ο μηδενιστής

  Μεταφράσεις επεξεργασία