εκμηδενιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκμηδενιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
εκμηδενιστικός
- που ακυρώνει, θεωρεί ασήμαντα, απορρίπτει ή αποδομεί τα πάντα
- φονικός
- (φιλοσοφικά μα συχνα μειωτικά) ο μηδενιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκμηδενιστικός
|