Ετυμολογία

επεξεργασία
néant < παλαιά γαλλική nient

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ne.ɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
néant néants

néant (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) αντικείμενο μηδενικής αξίας. κενό
  2. που δεν υπάρχει ακόμα· που δεν υπάρχει πια
  3. το τέλος, ο θάνατος
  4. η μη ύπαρξη